- περιστλεγγίζω
- Α1. ξύνω κάτι ολόγυρα με την ξύστρα2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστλεγγίσαιπεριξύσαιστλεγγις γὰρ ή ξύστρα».[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στλεγγίς «είδος ξύστρας», κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστλεγγίσαι — περιστλεγγίζω scrape all round with a aor inf act περιστλεγγίσαῑ , περιστλεγγίζω scrape all round with a aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)